Ησαύ

Ησαύ
Βιβλικό πρόσωπο. Ήταν ο πρωτότοκος γιος του Ισαάκ και της Ρεβέκκας, δίδυμος αδελφός του Ιακώβ. Η Αγία Γραφή τον περιγράφει άνθρωπο ρωμαλέο, με βίαιο και άστατο χαρακτήρα, που η απασχόλησή του ήταν το κυνήγι. Η ιστορία του Η. συνδέεται στενά με την ιστορία του αδελφού του, Ιακώβ, μεταξύ των οποίων υπήρχε μεγάλος ανταγωνισμός. Ο Ιακώβ τον έπεισε με πανουργία να του πουλήσει τα πρωτοτόκια για ένα πιάτο φακή. Όταν με αυτό τον τρόπο τα έχασε –όχι μόνο αυτά αλλά και την ιδιαίτερη ευλογία που δινόταν στον πρωτότοκο γιο–, ο Η. εγκαταστάθηκε στις στέπες της Σηείρ. Θεωρείται ο γενάρχης των Ιδουμαίων (Εδωμιτών). O Ησαύ, ψηφιδωτό της Μονρεάλε στη Σικελία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Ησαύ — ο αρχαίο εβραϊκό όνομα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Esau — The birth of Esau and Jacob, as painted by Benjamin West Esau (  / …   Wikipedia

  • Исав — Для этой статьи не заполнен шаблон карточка. Вы можете помочь проекту, добавив его …   Википедия

  • φαυλίζω — ΜΑ [φαῡλος] 1. θεωρώ κάποιον φαύλο 2. χλευάζω, περιφρονώ («οὐκ οἶδα ἡμῶν... ὅπῃ πάλιν αὖ τοὺς νομοθέτας φαυλίζεις», Πλάτ.) αρχ. παρέχω κάτι σε εξευτελιστική τιμή («καὶ έφαύλισεν Ἡσαῡ τὰ πρωτοτόκια», ΠΔ) …   Dictionary of Greek

  • Αμαλήκ — Βιβλικό πρόσωπο.Εγγονός του Ησαύ, ένας από τους αρχηγούς των ιδουμαϊκών φυλών. Αναφέρεται και ως γενάρχης των Αμαληκιτών, πανάρχαιου λαού της Παλαιστίνης, που όμως πουθενά δεν μνημονεύεται ως συγγενικός με τον λαό του Ισραήλ …   Dictionary of Greek

  • Ελιφάς ή Ελιφάζ — Όνομα βιβλικών προσώπων. 1. Ο γιος του Ησαύ, τον οποίο απέκτησε με την Αδά. 2. Απόγονος του προηγούμενου. Ήταν ένας από τους συνομιλητές και φίλους του Ιώβ κατά τη διάρκεια των δοκιμασιών του. Οι λόγοι του προς τον Ιώβ συγκαταλέγονται μεταξύ των… …   Dictionary of Greek

  • Έλων — Όνομα βιβλικών προσώπων. 1. Χεττίτης, πατέρας της Αδά, δεύτερης γυναίκας του Ησαύ. 2. Γιος του Ζαβουλών, από τον οποίο κατάγονταν οι Ελωνίτες. 3. Κριτής του Ισραήλ από τη φυλή Ζαβουλών …   Dictionary of Greek

  • Ιακώβ — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ι. ο πατριάρχης. Βιβλικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Ισαάκ. Αφού σφετερίστηκε με τέχνασμα τα πρωτοτόκια από τον δίδυμο αδελφό του, Ησαύ, πήγε να υπηρετήσει τον θείο του Λάβαν, παντρεύτηκε τις κόρες του,… …   Dictionary of Greek

  • Ισαάκ — Βιβλικό πρόσωπο.Γιος του Αβραάμ και της Σάρας, θεωρείται γενάρχης των Εβραίων. Στο πρόσωπό του, σύμφωνα με την παράδοση, πραγματοποιήθηκε η υπόσχεση του Θεού προς τον Αβραάμ ότι θα του έδινε τη γη Χαναάν και απογόνους που θα έφερναν την ευλογία… …   Dictionary of Greek

  • Ματσάδο ντε Ασίς, Χοακίμ Μαρία — (Joaquim Maria Machado De Assis, Ρίο ντε Τζανέιρο 1839 – 1908). Βραζιλιανός πεζογράφος, ποιητής, κριτικός και θεατρικός συγγραφέας. Θεωρείται ο σημαντικότερος Βραζιλιανός συγγραφέας του 19ου αι. και ένας από τους μεγαλύτερους πεζογράφους της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”